- Ηρακλειώτης
- ο, θηλ. Ηρακλειώτις και -ισσα (AM Ἡρακλειώτης, Α και Ἡρακλεώτης, θηλ. Ήρακλεῶτις)ο κάτοικος τής Ηράκλειαςνεοελλ.ο κάτοικος τού Ηρακλείου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια ή Ηράκλειο + κατάλ. -ωττ (πρβλ. Χανι-ώτης, Χι-ώτης)].
Dictionary of Greek. 2013.