Ηρακλειώτης

Ηρακλειώτης
ο, θηλ. Ηρακλειώτις και -ισσα (AM Ἡρακλειώτης, Α και Ἡρακλεώτης, θηλ. Ήρακλεῶτις)
ο κάτοικος τής Ηράκλειας
νεοελλ.
ο κάτοικος τού Ηρακλείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια ή Ηράκλειο + κατάλ. -ωττ (πρβλ. Χανι-ώτης, Χι-ώτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ηρακλειώτης, Ιωάννης — (17ος αι.). Γιατρός και λόγιος από τη Ζάκυνθο. Σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Πάντοβα. Από τα κείμενά του, αξιολογότερη είναι η ποιητική συλλογή Απανθίσματα. ΟΗ. ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το σονέτο …   Dictionary of Greek

  • ηρακλεώτης — ἡρακλεώτης και ἡρακλειώτης, ό, θηλ. ἡρακλεῶτις (Α) ο κάτοικος τής Ηράκλειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ηράκλεια + κατάλ. ωτης (πρβλ. επαρχι ώτης, νησ ιώτης)] …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • Αρτεμίδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Βακτριανής (μεταξύ 3ου και 1ου αι. π.Χ.). Βρέθηκαν νομίσματά του που φέρουν ελληνικές και ινδικές επιγραφές. 2. Γεωγράφος από την Έφεσο (τέλη 2ου – αρχές 1ου αι. π.Χ.). Ταξίδεψε σε όλη τη Μεσόγειο, σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”